- ποικιλογενής
- -ές, Ααυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλογενεῖς — ποικιλογενής masc/fem acc pl ποικιλογενής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλογενέσιν — ποικιλογενής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek